tactical
/ˈtæktɪkəl/
Ορισμός
Συμμετοχή σε δράσεις, σκοπούς ή μέσα άμεσης ή βραχυπρόθεσμης διάρκειας ή / και μικρότερης σημασίας ή μεγέθους από εκείνα μιας στρατηγικής ή ενός ευρύτερου σκοπού.
Προέλευση
Τέλη του 16ου αιώνα (με την έννοια «που σχετίζεται με τις στρατιωτικές ή ναυτικές τακτικές»): από το ελληνικό τακτικός (δείτε τακτική) + -άλλα.
Τέλη του 16ου αιώνα (με την έννοια «που σχετίζεται με τις στρατιωτικές ή ναυτικές τακτικές»): από το ελληνικό τακτικός (δείτε τακτική) + -άλλα.